-
1 κρυπτάδιος
κρυπτάδιος, heimlich, versteckt, verstohlen; κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι Il. 6, 161; κρυπτάδια φρονέειν 1, 541; κρυπταδίου μάχας. Aesch. Ch. 934; μηχανᾶσϑαι κρυπτάδια Orph. Lith. 44.
-
2 επιμαινομαι
(fut. ἐπιμανοῦμαι и ἐπιμανήσομαι, aor. 2 ἐπεμάνην, pf. ἐπιμέμηνα)1) быть безумно влюбленным, быть одержимым страстью (к кому-л.)(τινι κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι Hom.; τινι Anacr., Plut., Luc.)
2) быть в восхищении, восхищаться(τρόποις τινός Arph.)
3) бушевать, неистовствовать(δοριτίνακτος αἰθέρ ἐπιμαίνεται Aesch.)
См. также в других словарях:
κρυπτάδιος — κρυπτάδιος, ον, θηλ. και ία (Α) 1. κρυφός, μυστικός, λαθραίος («κρυπταδίη φιλότητι μιγήμεναι», Ομ. Ιλ.) 2. το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κρυπτάδια κρυφά, μυστικά, λαθραία. επίρρ... κρυπταδίως (Α) κρυφά, λαθραία, μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτός + κατάλ … Dictionary of Greek